---
Α' Συζυγία (Conjugation A)
Verbs ending in an unaccented -ω in active voice (1st person singular, present tense, indicative mood) and in -ομαι in passive voice (1st person singular, present tense, indicative mood).
E.g. παίζω, τρέχω, διαβάζω, δροσίζομαι etc.
There are four different subgroups, which are called "τάξεις" (classes). For the entire conjugation tables, see here.
---
Τάξη 1 (Class 1)
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
χάνω | έχανα | έχασα | θα χάσω |
χάνεις | έχανες | έχασες | θα χάσεις |
χάνει | έχανε | έχασε | θα χάσει |
χάνουμε | χάναμε | χάσαμε | θα χάσουμε |
χάνετε | χάνατε | χάσατε | θα χάσετε |
χάνουν(ε) | έχαναν/χάνανε | έχασαν/χάσανε | θα χάσουν(ε) |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
χάνομαι | χανόμουν(α) | χάθηκα | θα χαθώ |
χάνεσαι | χανόσουν(α) | χάθηκες | θα χαθείς |
χάνεται | χανόταν(ε) | χάθηκε | θα χαθεί |
χανόμαστε | χανόμασταν | χαθήκαμε | θα χαθούμε |
χάνεστε/χανόσαστε | χανόσασταν | χαθήκατε | θα χαθείτε |
χάνονται | χάνονταν/χανόντουσαν | χάθηκαν/χαθήκανε | θα χαθούν(ε) |
---
Τάξη 2 (Class 2)
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
κρύβω | έκρυβα | έκρυψα | θα κρύψω |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
κρύβομαι | κρυβόμουν(α) | κρύφτηκα | θα κρυφτώ |
---
Τάξη 3 (Class 3)
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
πλέκω | έπλεκα | έπλεξα | θα πλέξω |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
πλέκομαι | πλεκόμουν(α) | πλέχτηκα | θα πλεχτώ |
---
Τάξη 4
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
δροσίζω | δρόσιζα | δρόσισα | θα δροσίσω |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
δροσίζομαι | δροσιζόμουν(α) | δροσίστηκα | θα δροσιστώ |
---
---
Β' Συζυγία (Conjugation B)
Verbs ending in an accented -ώ (or -άω) in active voice (1st person singular, present tense, indicative mood) and in -ιέμαι/-ούμαι in passive voice (1st person singular, present tense, indicative mood).
E.g. μπορώ, κολυμπώ, βουτώ, ξυπνάω, ξεχνιέμαι etc.
There are two τάξεις. In the 1st one, the verbs end in -ώ, -άς, -ά. In the 2nd one, they end in -ώ, -είς, -εί. For the entire conjugation tables, see here.
---
Τάξη 1 (Class 1)
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
αγαπώ/αγαπάω | αγαπούσα | αγάπησα | θα αγαπήσω |
αγαπάς | αγαπούσες | αγάπησες | θα αγαπήσεις |
αγαπά/αγαπάει | αγαπούσε | αγάπησε | θα αγαπήσει |
αγαπάμε/αγαπούμε | αγαπούσαμε | αγαπήσαμε | θα αγαπήσουμε |
αγαπάτε | αγαπούσατε | αγαπήσατε | θα αγαπήσετε |
αγαπάνε/αγαπούν(ε) | αγαπούσαν(ε) | αγάπησαν/αγαπήσανε | θα αγαπήσουν(ε) |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
αγαπιέμαι | αγαπιόμουν(α) | αγαπήθηκα | θα αγαπηθώ |
αγαπιέσαι | αγαπιόσουν(α) | αγαπήθηκες | θα αγαπηθείς |
αγαπιέται | αγαπιόταν(ε) | αγαπήθηκε | θα αγαπηθεί |
αγαπιόμαστε | αγαπιόμασταν/αγαπιόμαστε | αγαπηθήκαμε | θα αγαπηθούμε |
αγαπιέστε/αγαπιόσαστε | αγαπιόσασταν/αγαπιόσαστε | αγαπηθήκατε | θα αγαπηθείτε |
αγαπιούνται | αγαπιόνταν(ε)/αγαπιόντουσαν/αγαπιούνταν(ε) | αγαπήθηκαν/αγαπηθήκανε | θα αγαπηθούν(ε) |
---
Τάξη 2 (Class 2)
---
Ενεργητική Φωνή, Οριστική (Active Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
θεωρώ | θεωρούσα | θεώρησα | θα θεωρήσω |
θεωρείς | θεωρούσες | θεώρησες | θα θεωρήσεις |
θεωρεί | θεωρούσε | θεώρησε | θα θεωρήσει |
θεωρούμε | θεωρούσαμε | θεωρήσαμε | θα θεωρήσουμε |
θεωρείτε | θεωρούσατε | θεωρήσατε | θα θεωρήσετε |
θεωρούν(ε) | θεωρούσαν(ε) | θεώρησαν/θεωρήσανε | θα θεωρήσουν(ε) |
---
Παθητική Φωνή, Οριστική (Passive Voice, Indicative Mood)
Ενεστώτας | Παρατατικός | Αόριστος | Συνοπτικός Μέλλοντας |
---|---|---|---|
θεωρούμαι | [θεωρούμουν] | θεωρήθηκα | θα θεωρηθώ |
θεωρείσαι | [θεωρούσουν] | θεωρήθηκες | θα θεωρηθείς |
θεωρείται | θεωρούνταν(ε) | θεωρήθηκε | θα θεωρηθούμε |
θεωρούμαστε | [θεωρούμασταν] | θεωρηθήκαμε | θα θεωρηθείτε |
θεωρείστε | [θεωρούσασταν] | θεωρηθήκατε | θα αγαπηθείτε |
θεωρούνται | θεωρούνταν(ε) | θεωρήθηκαν/θεωρηθήκανε | θα θεωρηθούν |
The forms inside the brackets are rarely used.